ρότα

ρότα
η, Ν
1. η πορεία τού πλοίου
2. μεσαιωνικό έγχορδο όργανο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. rotta, ενώ κατ' άλλους < γαλλ. route «δρόμος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ρότα — η (λ. ιταλ.), η πορεία του πλοίου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προσαραρότα — προσαρᾱρότα , προσαραρίσκω fit to perf part act neut nom/voc/acc pl προσαρᾱρότα , προσαραρίσκω fit to perf part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀραρότα — ἀρᾱρότα , ἀραρίσκω join perf part act neut nom/voc/acc pl ἀρᾱρότα , ἀραρίσκω join perf part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εκπίπτω — (AM ἐκπίπτω, Α και ἐκπίτνω) χάνω την αξία ή το αξίωμά μου (α. «εξέπεσε από τον θρόνο» β. «ἐκ πολλῶν τε καὶ εὐδαιμόνων ἐκπεσὼν ἐς πτωχηΐην ἀπῑκται», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. χάνω την αγοραστική μου αξία, μειώνομαι, υποτιμώμαι («η αξία τού νομίσματος… …   Dictionary of Greek

  • κούρσα — η (Μ κούρσα) νεοελλ. 1. αγώνας ιπποδρομίας και ειδ. στον πληθ. οι οργανωμένες με λαχεία και στοιχήματα ιπποδρομίες 2. (αθλ.) αγώνας δρόμου, δρόμος («αρχίζει η κούρσα τών 1.500 μέτρων ανδρών») 3. διαδρομή με άμαξα ή με αυτοκίνητο 4. η απόσταση που …   Dictionary of Greek

  • παπισμός — Θεσμός της Καθολικής Εκκλησίας, που εκφράζει και βασίζεται στη διδασκαλία της Εκκλησίας αυτής, κατά την οποία ο επίσκοπος Ρώμης, ως διάδοχος του κορυφαίου των Αποστόλων, του Πέτρου, έχει το πρωτείο τιμής ανάμεσα στη χριστιανική ιεραρχία, και… …   Dictionary of Greek

  • πλους — (I) ο / πλοῡς, ΝΜΑ 1. ταξίδι διά θαλάσσης και γενικά ταξίδι με πλωτό μέσο 2. η πορεία που κάνει το πλοίο, η πλεύση, η ρότα αρχ. εποχή ταξιδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πλοῦς (< πλοFος, με σίγηση τού ενδοφωνηεντικού F και συναίρεση) ανάγεται στην… …   Dictionary of Greek

  • πορεία — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 680 μ.), στην πρώην επαρχία Καστοριάς του ομώνυμου νομού. * * * η, ΝΜΑ [πορεύω] 1. βάδιση, περπάτημα όδευση 2. ο δρόμος ως αποτέλεσμα τής βάδισης τού πορευόμενου («τήν εἰς Πέρσας πορείαν», Ξεν.) 3. η διάβαση θαλάσσιου… …   Dictionary of Greek

  • Κουαρένγκι, Τζάκομο — (Giacomo Quarenghi, Ρότα ντ’ Iμάνια, Μπέργκαμο 1744 – Αγία Πετρούπολη 1817). Ρώσος αρχιτέκτονας, ιταλικής καταγωγής. Υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους αρχιτέκτονες του νεοκλασικού στιλ. Το 1763 εγκαταστάθηκε στη Ρώμη, όπου σπούδασε αρχιτεκτονική …   Dictionary of Greek

  • Μαριάνες, Βόρειες — Κοινοπολιτεία (447 τ. χλμ., 69.221 κάτ. το 2000) των ΗΠΑ, με πρωτεύουσα τη Σαϊπάν (Saipan, 62.392 κάτ.). Οι Β.Μ. βρίσκονται στον βόρειο Ειρηνικό ωκεανό, Α των Φιλιππίνων και Ν της Ιαπωνίας και αποτελούνται από 16 μεγάλα νησιά του αρχιπελάγους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”